- τροφόεντα
- τροφόειςwell-fedneut nom/voc/acc plτροφόειςwell-fedmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροφόεις — εσσα, εν, Α 1. καλοθρεμμένος, ευτραφής 2. συμπαγής ή μεγάλος («κύματά τε τροφόεντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek